- επιδιατάσσομαι
- ἐπιδιατάσσομαι (Α)προσθέτω κάτι στη διαθήκη.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δια-τάσσομαι «παραγγέλλω, δίνω εντολή»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιδιατάσσομαι — make additions to a will pres ind mp 1st sg ἐπιδιατάσσομαι make additions to a will pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδιατάττει — ἐπιδιατάσσομαι make additions to a will pres ind mp 2nd sg (attic) ἐπιδιατάσσομαι make additions to a will pres ind mp 2nd sg (attic) ἐπιδιατάσσομαι make additions to a will pres ind act 3rd sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδιατάσσεσθαι — ἐπιδιατάσσομαι make additions to a will pres inf mp ἐπιδιατάσσομαι make additions to a will pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδιατάσσεται — ἐπιδιατάσσομαι make additions to a will pres ind mp 3rd sg ἐπιδιατάσσομαι make additions to a will pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδιατάττειν — ἐπιδιατάσσομαι make additions to a will pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεπιδιατάσσω — Α (σε διαθήκη) ορίζω επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπιδιατάσσομαι «προσθέτω κάτι στη διαθήκη»] … Dictionary of Greek
ἐπιδιατάξας — ἐπιδιατάξᾱς , ἐπιδιατάσσομαι make additions to a will aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)